- εισμιγνυμι
- εἰσμίγνυμιεἰσ-μίγνῡμιпримешивать
(αἱ τῶν ἀνθέων ὀσμαὴ εἰσμιχθεῖσαι τῷ ἐλαίῳ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αἱ τῶν ἀνθέων ὀσμαὴ εἰσμιχθεῖσαι τῷ ἐλαίῳ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εισμίγνυμι — εἰσμίγνυμι (Α) αναμιγνύω, ανακατώνω μέσα … Dictionary of Greek